περισσάρτιος

περισσάρτιος
-ον, ΜΑ
(για αριθμούς) ο περιττός και άρτιος, ο αριθμός που όταν διαιρείται με μία δύναμη τού 2 γίνεται περιττός, όπως π.χ. ο 24 διαιρούμενος διά 23 (=8) γίνεται ο περιττός αριθμός 3.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περισσός / περιττός + ἄρτιος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • περισσάρτιος — odd and even masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περισσάρτιον — περισσάρτιος odd and even masc/fem acc sg περισσάρτιος odd and even neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περισσαρτίοις — περισσάρτιος odd and even masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περισσαρτίου — περισσάρτιος odd and even masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περισσαρτίους — περισσάρτιος odd and even masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περισσαρτίων — περισσάρτιος odd and even masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περισσαρτίῳ — περισσάρτιος odd and even masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περισσάρτιοι — περισσάρτιος odd and even masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”